- χαλιφάτο
- τοη εξουσία και το κράτος του χαλίφη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαλιφάτο — το, Ν 1. το πολιτικο θρησκευτικό κράτος που περιλάμβανε τους μουσουλμάνους και τα εδάφη και τους λαούς που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία τους κατά τους έξι αιώνες που ακολούθησαν τον θάνατο τού Μωάμεθ 2. η εξουσία και το αξίωμα τού χαλίφη 3. η… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
Κόρντομπα — I (Cόrdoba). Πόλη (308.072 κάτ. το 2001) της νότιας Ισπανίας στην Ανδαλουσία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (13.771 τ. χλμ., 761.657 κάτ. το 2001). Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Γκουανταλκιβίρ. Η πόλη αποτελεί εμπορικό κέντρο, μέσω … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ομεϊάδες — Δυναστεία Αράβων χαλιφών που βασίλευαν στη Δαμασκό από το 661 έως το 750 και στην Κόρδοβα από το 755 έως το 1031. Η ονομασία τη δυναστείας προήλθε από την οικογένεια των Μπανού Ουμμάγια, της οποίας αποτελούσε μέλος ο Μοαουίγια, που εξελέγη… … Dictionary of Greek
Μοζάραβες — (αραβ. μουστά’ριμπα = εξαραβισμένοι). Όρος με τον οποίο συνηθίζεται να χαρακτηρίζονται οι χριστιανοί υπήκοοι των Αράβων της Ιβηρικής χερσονήσου. Πριν από τη μουσουλμανική εισβολή (8ος αι.), ο κελτο ιβηρικός πληθυσμός είχε διατελέσει υπό την… … Dictionary of Greek
Ομεϋάδες — οι η πρώτη μεγάλη μουσουλμανική δυναστεία που κυβέρνησε το χαλιφάτο τών Αράβων από το 661 ώς το 750, το οποίο αναφέρεται μερικές φορές και ως Αραβικό Βασίλειο … Dictionary of Greek
θεοκρατία — Μορφή διακυβέρνησης στην οποία η πολιτική εξουσία είναι υποταγμένη στη θρησκευτική εξουσία ή στην εξουσία ενός προσώπου, κάστας ή οργάνωσης που ισχυρίζεται ότι την κατέχει απευθείας από τον Θεό. Μια πρώτη μορφή θ., η πιο συχνή κατά την αρχαιότητα … Dictionary of Greek